Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016

Πρέπει οι τυφλοί να λένε συχνά στα παιδιά παραμύθια


Στο υπόγειο που ανάμεσα στις στοές του από άλλοτε των σπιτιών
τα θεμέλια είναι ένα κτίριο
Μαζεμένο λαβωμένο στην πιο σκοτεινή γωνιά βρίσκεται κι απ’ τα
πόδια του στάζει αίμα
Κι όσο τρέμει απ’ τον πόνο στο κρέας του τα σκληρά του τα λέπια
ανοίγοντας
Το πονάν ολοένα
Κι έχουν φυτρώσει γένια στο πρόσωπο του από τότε
Που ένας λαός με θυσίες πηγαίνοντας και με λάβαρα και σε κύματα
μουσικής πλημμυρίζοντας άγρια
Το κεφάλι του άφησε στο βωμό
Και στη θέση του έβαλε, στους σφαγμένους του ώμους, το κεφάλι
ενός άντρα
Μουσκεύει τώρα με δάκρυα αληθινά τα μακριά του τα γένια
Ακούει πάνω απ’ τη γη τον άνεμο και μακριά απ’ το λιμάνι της
πόλης το κύμα
Είναι η ρίζα της πυρκαγιάς που φοβήθηκε κάποτε με τα δάχτυλα
του καμένα
Κι όπως γέμισαν τα φτερά του σκορπίζοντας τότε τ’ άκουσε που
καιγόνταν
Είναι πουλί φαγωμένο, σαράκι το έφαγε, παλιό παλιό το είδωλο μου
Κι αν γέμισε αυτό το ποίημα μου φτερουγίσματα
Είναι γιατί τα πουλιά τ’ ακούς
Δεν τα βλέπεις μόνο
Θ’ αρχίσω τώρα να στέλνω εγώ
Από μια νύχτα
πουλιά
Ήταν το σκότος κι ο βουβός ο μεγάλος ο θρόμβος του ανέμου που
όταν στέκεται περιμένοντας είναι ο ίδιος πυκνός βασιλιάς
Κι είχα να πάω στην πρεσβεία των ασύδοτων τότε εγώ εκεί όπου
διαβλέπεις δεν αισθάνεσαι πριν να ‘ρθει ο καιρός
Κατεβαίνει στα γόνατα του καθήμενου, του εκτός κεραυνών κι
υπεράνω βροχών, καταφεύγει στον γνώριμο του λευκού και
του μαύρου, το άγριο πουλί
Κατέφυγα στα απρόσιτα όπως λαός εν διωγμώ
Μα ήταν
ένας
καιρός
που τα κόκκαλα, σκελετοί μεγάλοι
των ζώων και των πουλιών, φέγγανε σ’ όλο το μήκος τους απλωμένοι
ως την αιχμή των φτερών
ευσταθείς και μετέωροι
σαν άρματα ευρύχωρα ψηλά ανεβαίνοντας πάνω απ’ την μάχη των εισβολών
Κι ήταν ο αιώνας σε κόπο
Η περιδίνηση στάχτης και σκόνης
Τ’ αλάτι ξερό
Αρθρωμένοι σωροί το καθήμενο βάρος τους
Το βουλιάζαν αργά στον πηλό
Το θυμάμαι,
Τα μετέωρα μεγάλα πουλιά
διέσχιζαν τότε το σώμα τους
ταχύτατα φεύγοντας περνούσαν έξοδοι ελαφιών
οι ενταφιασμοί
– πόσοι –
δέντρα και σκοτεινά ζώα
κι όπως τους κυνηγούσαν νεογέννητα στη ρίζα τους αφησμένα
Τινάζονταν όλος ο αέρας
Ώρα σα φυλλωσιά τρέμοντας
Σα φυλλωσιά μυρίζοντας
Κι από κάτω κλείνονταν στο χώμα μαζί του
Φωλιές και ψυχές πολλών μικρών ζώων

Ελένη Βακαλό 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου