Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

Πέντε τελευταία ποιήματα για την Κρις


Ι
Τώρα γράφω πουλιά.
Δεν τα βλέπω να έρχονται, δεν τα διαλέγω,
ξαφνικά βρίσκονται εκεί, είναι αυτό,
ένα σμήνος από λέξεις
μία
προς
μία
στα σύρματα της σελίδας,
τιτιβίζοντας, τσιμπώντας, βροχή φτερών
κι εγώ χωρίς ψωμί να τους δώσω, μονάχα
αφήνοντας τα να έρθουν. Ίσως
αυτό να είναι ένα δέντρο
ή ίσως
ο έρωτας.
ΙΙ
Χτες βράδυ σε ονειρεύτηκα
ιέρεια της Σεκμέτ, της λεοντοκέφαλης θεάς.
Αυτή γυμνή σε πορφυρίτη,
εσύ απαλό δέρμα και γυμνό.
Τι αφιέρωση έκανες στην άγρια θεότητα
πού κοίταγε μέσα από το βλέμμα σου
έναν ορίζοντα απέραντο και αδυσώπητο;
Η κούπα των χεριών σου περιείχε
τη μυστική σπονδή, δάκρυα
ή το αίμα των εμμήνων σου, ή το σάλιο.
Όπως και να ‘ναι δεν περιείχε σπέρμα
και το όνειρό μου ήξερε
πως η αφιέρωση θα είχε απορριφθεί
με βρυχηθμό αργό και περιφρόνησης
έτσι όπως από πάντα το περίμενες.
Μετά, ίσως, δεν ξέρω,
τα νύχια στο στήθος σου, γεμίζοντάς σε.
ΙΙΙ
Ποτέ δεν θα μάθω γιατί η γλώσσα σου μπήκε στο στόμα μου
όταν χωρίσαμε στο ξενοδοχείο σου
μετά από ένα φιλικό περίπατο στην πόλη
και μια αναγκαία εκτίμηση των αποστάσεων.
Πίστεψα πως μου έδινες για μια στιγμή
ένα μελλοντικό ραντεβού,
πως άνοιγες μια νεκρή ζώνη, κάποια μεσοβασιλεία
όπου να αγγίξω τα μικρούλικά σου βρύα.
Κυκλωμένη από φίλες με φίλησες,
εγώ η εξαίρεση, εγώ το τέρας,
κι εσύ η παραβάτης που μουρμούριζε.
Μακάρι να ‘ξερα ποιον φίλαγες,
ποιον αποχαιρετούσες.
Υπήρξα ο ευτυχισμένος εφημέριος για μια στιγμή,
αυτός που φορές βρίσκει μες στο σάλιο του
μια μικρή γεύση από αγιόκλημα
κάτω από νότιους ουρανούς.
ΙV
Ήθελα να ’μαι ο Τειρεσίας απόψε
και σε μιαν αργή αναμονή και μπρούμυτα
να σε δεχτώ και να στενάξω κάτω από τα μαστιγώματά σου
και τις χλιαρές σου μέδουσες.
Γνωρίζοντας πως είναι η ώρα
της επανερχόμενης μου μεταμόρφωσης,
και κατεβαίνοντας τη δίνη των αφρών
θα μου άνοιγες κλαίγοντας,
γλυκά ανασκολπησμένη.
Για να γυρίσω μετά
στο αυτοκρατορικό βασίλειό σου από φάλαγγες,
στο φράχτη του δέρματός σου, στα υγρά χταπόδια σου,
μέχρι να συρθούμε μαζί και να φτάσουμε αγκαλιασμένοι
τους άμμους του ονείρου.
Αλλά δεν είμαι ο Τειρεσίας
παρά μονάχα ο μονόκερως
που ψάχνει το νερό των χεριών σου
και βρίσκει ανάμεσα στα χείλη του
μια χούφτα από αλάτι.
V
Δεν θα σε κουράσω με άλλα ποιήματα.
Ας πούμε ότι σου είπα
σύννεφα, ψαλίδια, βαρελάκια, μολύβια,
και ίσως μια φορά
να χαμογέλασες.

Julio Cortazar 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου