Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

Άριελ

Στάσις στο σκοτάδι.
Έπειτα η άυλη γαλανή
Διάχυση κορυφής και αποστάσεων.

Λέαινα του Θεού,
Πώς γινόμαστε,
άξονας από φτέρνες και γόνατα! - Το χαντάκι

Αυλακώνει και περνά, αδέλφι του
Καστανού τόξου
Του λαιμού που δεν μπορώ να φθάσω,

Μαυρομάτικοι
Πυράκανθοι ρίχνουν σκοτεινά
Αγκίστρια -

Μαύρες γλυκές αιμάτινες γουλιές,
Σκιές.
Κάτι άλλο

Με σέρνει μες στ' αγέρι -
Μηροί, μαλλιά
Λέπια από τις φτέρνες μου.

Λευκή
Γκοντάιβα, ξεφλουδίζω -
Νεκρά χέρια, νεκρές σκληρότητες.

Και τώρα
Αφρίζω σε ένα σιτάρι, σε λάμψη από θάλασσες.
Του παιδιού η κραυγή

Λιώνει στον τοίχο.
Και εγώ
Είμαι το βέλος,

Η δροσιά που πετά
Αυτοκτόνα, μαζί με την ώθηση
Μες στο κόκκινο

Μάτι, το μαγκάλι του πρωινού.

(μτφ: Κλαίτη Σωτηριάδου 
Ξένη Ποίηση του 20ού αιώνα - εκδ. Λωτός, 2000)
Sylvia Plath

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου