Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

Hotel des rouges

Αν κάτι έχω ζηλέψει στη ζωή μου, αυτό είναι τ’ άσπρα σεντόνια. Τα κολλαρισμένα άσπρα σεντόνια των ξενοδοχείων, που κοιμούνται πάνω τους τόσοι άνθρωποι, κλαίνε, γελάνε, κάνουν έρωτα, διαβάζουν, πεθαίνουν, κι όμως… Όταν πας εσύ, ο νέος πελάτης, σε υποδέχονται άσπιλα. Κουβαλούν κάτι απ’ τη σιωπή που σεργιανάει σ’ όλα τα ξενοδοχεία Γ΄ θέσης, κάτι απ’ τους γέρους κυρίους που σε κοιτούν υποψιασμένοι στη ρεσεψιόν, κάτι απ’ τα παλιωμένα έπιπλα με το γδαρμένο, τόπους-τόπους, ξύλο…

Το ξέρεις καλά πως κάτι κουβαλούν, αλλά στο δέρμα σου φαντάζουν τόσο αθώα, τόσο καινούργια, τόσο άπιαστα. Σέρνεις τα δάχτυλα πάνω τους και αισθάνεσαι την ικανοποίηση του να δημιουργείς πτυχές. Σε κυριεύει η ψευδαίσθηση ότι εσύ πρώτος θα τα τσαλακώσεις. Κι όμως, όταν φύγεις, καλά το ξέρεις, θα μπουν στο πλυντήριο, θα σιδερωθούν και θα επιστρέψουν στο ίδιο κρεβάτι, το ίδιο αθώα, όπως σου παρουσιάστηκαν και σένα.

Ζηλεύω που δεν είμαι ένα άσπρο σεντόνι ξενοδοχείου. Ζηλεύω που δεν μπορώ να ξεγράψω –τόσο εύκολα όπως αυτά–, τους ανθρώπους που κοιμούνται στην αγκαλιά μου, τους ανθρώπους που με τσαλακώνουν αλλά κι αυτούς που με χαϊδεύουν στοργικά κι ακουμπούν πάνω μου ξένοιαστα.

Θα ‘θελα να μην έχω μνήμη. Να κυλιέμαι σε μυρωδιές, γεύσεις, χρώματα, ήχους και να ‘μαι ευτυχισμένος. Κι ύστερα να κοιμάμαι αθώος, τον ύπνο ενός μικρού παιδιού και να ξυπνώ ξανά tabula rasa. Όχι τόσο, γιατί το παρόν είναι οδυνηρό, όσο γιατί το παρελθόν είναι αξεπέραστο.

Αλήθεια, ποιος ηλίθιος είπε, ότι ο χρόνος γιατρεύει τις πληγές; Ο χρόνος μολύνει τις πληγές, ξανά και ξανά, έτσι που να αισθάνεσαι πως γεννήθηκες μαζί τους, πως θέριεψες μαζί τους και πως θα πεθάνεις μαζί τους. Αυτό το τελευταίο είναι που δεν αντέχεται. Κοιτιέσαι στον καθρέφτη, μετράς τις πρώτες άσπρες τρίχες, τις πρώτες αχνές ρυτίδες και τις ίδιες παλιές πληγές.

Λες θα σπάσω τον καθρέφτη, θα λυτρωθώ βλέποντας τα κομματάκια του γυαλιού να χοροπηδάνε δαιμονισμένα εδώ κι εκεί, κι ύστερα θα χορέψω ξυπόλητος ένα ζεϊμπέκικο, έτσι για την πάρτη μου και θα ξοφλήσω τους λογαριασμούς μου με τη ζωή. Χα! Aπό δω πήγαν κι άλλοι. Δεν βαριέσαι όμως… Πήγαν και ξαναπήγαν. Σιγά μην φτάνανε στο τέρμα.

Hotel des Rouges… Ένα κλαδί αγγίζει το μπαλκόνι μου. Γραπώνομαι πάνω του με μια πείνα πρωτόγνωρη. Χαζεύω τ’ αυτοκίνητα που τρέχουν δαιμονισμένα, το βουητό των περιστατικών, τα μπαλκόνια με τ’ απλωμένα ρούχα, τα λευκά σεντόνια… Κρατάω την ανάσα μου και θυμάμαι. Γίνομαι ένα με κείνο το ξερό κλαδί. Κολλάω πάνω του. Επιχειρώ τη Λήθη. Ταξίδι στο κέντρο της Μιλτιάδου…

Αικατερίνη Τεμπέλη

6 σχόλια:

  1. "Αλήθεια, ποιος ηλίθιος είπε, ότι ο χρόνος γιατρεύει τις πληγές;"

    Πανέμορφο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αλήθεια ποιος ηλίθιος...

    Ταυτίστηκα γιατί πολύ απλά είμαι σύμφωνος.

    Και όποιος λέει ότι είναι εμπειρίες ό,τι υπάρχει στην μνήμη μας είναι λίγο λάθος. Εντάξει, ναι μεν είναι εμπειρίες αλλά αν μπορούσες δεν θα τις έσβηνες για να μην ''πονάς''; Φυσικά και ναι

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Η αλήθεια είναι ότι ο χρόνος δεν γιατρεύει όλες τις πληγές. Ωστόσο, μπορεί να κάνει κάποιες να πονάνε λιγότερο. Αλλά εγώ ακόμη ζηλεύω τα άσπρα σεντόνια...
      Η δική μου απάντηση, στην ερώτησή σου, θα ήταν μάλλον όχι. Σίγουρα μετανιώνω για κάποια πράγματα, αλλά θέλω να πιστεύω ότι εγώ έκανα τις εκάστοτε επιλογές και πήρα τις ανάλογες αποφάσεις (λάθος ή σωστές). Ακόμη ζηλεύω τα σεντόνια.

      Διαγραφή
  3. Πάντα συγκινούμαι όταν οι λέξεις μου αγγίζουν κι άλλους ανθρώπους. Όταν κάτι δικό τους, βρίσκουν σ' αυτές..

    Σας ευχαριστώ πολύ.. Τιμή μου.

    Αικατερίνη Τεμπέλη

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Είναι πολύ καλό το ποίημα και το νόημα δραστικό. Η μεταφορά των σεντονιών αγγίζει και συγκινεί τον αναγνώστη. Τιμή δική μου, που η σελίδα μου φιλοξενεί το ποίημα σας και το σχόλιο σας.

      Διαγραφή